Είναι δεδομένο πως έχεις ακούσει τον όρο «ορυκτότητα» αρκετές φορές, ίσως να τον έχεις χρησιμοποιήσει κιόλας περιγράφοντας μία Σαντορίνη ή ενα γερμανικό Riesling.
Τί είναι όμως; Τι ακριβώς περιγράφει; Ποια η σημασία της; Υπάρχει ή όχι; Αν ναι, από που προέρχεται;
Αυτά είναι μόνο μερικά από τα πολλά ερωτήματα που έχουν δημιουργηθεί γύρω από την αμφιλεγόμενη έννοια και πυροδοτούν συζητήσεις ή γίνονται αφορμή για επιστημονικές έρευνες.
Παρόλα αυτά, ένα είναι σίγουρο. Ότι τη χρησιμοποιούμε σαν εργαλείο στην προσπάθειά μας να επικοινωνήσουμε μια αίσθηση.
Σε πρώτη φάση να ξεκαθαρίσουμε πως η ορυκτότητα είναι στοιχείο μόνο των λευκών κρασιών και αυτό συμβαίνει διότι η αίσθηση δεν καλύπτεται από τις ταννίνες και το αλκοόλ που συνήθως είναι υψηλότερο στα κόκκινα.
Κυρίως ανιχνεύεται σε κρασιά δεξαμενής στα οποία κατά τη διαδικασία οινοποίησης, ο χαρακτήρας της ποικιλίας αντανακλά καθαρά τα στοιχεία του εδάφους και του terroir. Επίσης, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που έχει συνδεθεί με ηφαιστιογενή εδάφη (π.χ Σαντορίνη, Έτνα) ή ασβεστολιθικά (π.χ Βουργουνδία).
Ας πάμε τώρα στην οργανοληπτική προσέγγιση της. Θεωρούμε την έννοια της ορυκτότητας, ως μιά επιπλέον αρωματική ή/και γευστική διάσταση που περιγράφει εκείνα τα στοιχεία του κρασιού τα οποία δεν συμπεριλαμβάνονται στη παλέτα των φρούτων, των ανθικών χαρακτιριστικών, των μπαχαριών ή της επίδρασης του βαρελιού. Γενικότερα, έχει ταυτιστεί με την αίσθηση μιας «αλμυρής» ή ελαφρώς στυφής υπόστασης και ειδικότερα με αυτή της βρεγμένης πέτρας ή της τσακμακόπετρας σε συνδυασμό με τονισμένη οξύτητα.
Το βασικό βέβαια είναι η αίσθηση αυτή της ορυκτότητας, είτε υπάρχει είτε όχι, να βρίσκεται σε αρμονία με όλα τα άλλα στοιχεία του κρασιού. Τότε το κάνει πραγματικά ξεχωριστό!