Από τα πολύ παλιά χρόνια, από τη Βίβλο ακόμη, τους Έλληνες και Ρωμαίους συγγραφείς, τον Σαίξπηρ αλλά και τους σπουδαίους συγγραφείς των τελευταίων αιώνων, το κρασί αποτελούσε και αποτελεί σπουδαία πηγή έμπνευσης.
Ο Νώε, κατά τη Βίβλο, φύτεψε ένα αμπέλι, αλλά μάλλον έκανε αυτό που θα κάναμε οι περισσότεροι αφού μεθούσε από το κρασί που έβγαζε. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να έχει συλλάβει τη μεγαλιώδη ιδέα της κιβωτού; Μήπως δεν έγινε τελικά ποτέ ο κατακλυσμός; Μήπως τα καημένα τα ζώα δεν ήταν τελικά σε ζευγάρια, αλλά ο Νώε απλά τα έβλεπε διπλά;
Ένας περίεργος μύθος ακολουθεί τον θάνατο του Κινέζου ποιητή Λι Πο που έχει ονομαστεί “ο ποιητής του έρωτα και του οίνου”. Κατά τον μύθο ο Λι Πο πνίγηκε πέφτοντας μεθυσμένος στο νερό από μια βάρκα στην προσπάθειά του να θαυμάσει την αντανάκλαση του φεγγαριού στο ποτάμι. «Τον τρίτο μήνα η πόλη του Χσιέν Γιάνγκ, είναι σκεπασμένη με ένα παχύ χαλί από πεσμένα λουλούδια. Ποιος την άνοιξη μπορεί μονάχος να θρηνεί; Ποιος, νηφάλιος, μπορεί να βλέπει τοπία σαν κι αυτό; Φτώχεια και πλούτη, σύντομη ή μακριά ζωή, από το δημιουργό των πραγμάτων είναι μοιρασμένα και ρυθμισμένα. Όμως μια κούπα κρασί ισορροπεί ζωή και θάνατο και χίλια άλλα πράγματα, πεισματικά δύσκολα να τα αποδείξεις. Όταν είμαι μεθυσμένος, χάνω τον Παράδεισο, χάνω την Γη. Ακίνητος, σαν να ανοίγω στα δύο πάνω στο μοναχικό κρεβάτι μου. Στο τέλος ξεχνάω ακόμη και ότι υπάρχω. Και τη στιγμή αυτή, είναι στ ‘αλήθεια η χαρά μου μεγάλη.»
Κανείς δεν αποτυπώνει καλύτερα, αυτό που πιθανόν να έχει συμβεί σε όλους μας κάποια στιγμή, από τον Σαίξπηρ στο Μάκβεθ. «[κρασί] : Εγείρει την επιθυμία, αλλά σε βάρος της απόδοσης».
Ο Χέμινγουεϊ στο μεμουάρ του “A Moveable Feast” αναφέρει : «Στην Ευρώπη τότε σκεφτόμασταν το κρασί σαν κάτι τελείως φυσιολογικό και υγιεινό όπως το φαγητό, αλλά και ως σπουδαίο μεταδότη ευτυχίας και ευεξίας. Το να πίνεις κρασί δεν ήταν σημάδι σνομπισμού ή κάτι σοφιστικέ και για μένα τόσο απαραίτητο όσο το φαγητό, σε σημείο που δεν θα σκεφτόμουνα καν να φάω ένα γεύμα χωρίς τη συνοδεία κρασιού. Αγαπούσα όλα τα κρασιά εκτός από τα γλυκά ή τα ημίγλυκα καθώς και τα κρασιά που ήταν πολύ βαριά.»
Αλλά και ό Όμηρος στις περιγραφές του στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια αναφέρεται στη θάλασσα ως «οἶνοψ πόντος” το οποίο σημαίνει θάλασσα στο χρώμα του κρασιού. Η φράση έχει διχάσει επιστήμονες και ιστορικούς οι οποίοι προσπαθούν να δώσουν εξήγηση. Μια από αυτές είναι ότι το κρασί που έπιναν οι έλληνες ήταν πράγματι μπλε. Άλλοι λένε ότι το νερό που χρησιμοποιούσαν ήταν αρκετά αλκαλικό για να αλλάξει το χρώμα του κρασιού από κόκκινο σε μπλε. Άλλοι πάλι απλά υποστηρίζουν ότι ο Όμηρος έπασχε από δυσχρωματοψία.
Όποια κι αν είναι η εξήγηση, ένα είναι σίγουρο. Ότι το κρασί δεν έπαψε ποτέ να απασχολεί τη λογοτεχνία και σε ένα μεγάλο βαθμό η σχέση του μαζί της είναι άρρηκτη.