Η Ελλάδα θεωρείται ίσως η ταχύτερα αναπτυσσόμενη οινολογικά χώρα στην Ευρώπη με κάποιες βαλκανικές να ακολουθούν από κοντά. Οι σημαντικές επενδύσεις των τελευταίων 30 χρόνων στην αγορά προηγμένων οινολογικών εξοπλισμών, έχουν συντελέσει σημαντικά στην ανάπτυξη του ελληνικού κρασιού. Ο τεχνολογικός ήταν ένας τομέας στον οποίο η Ελλάδα μέχρι πρότινος υστερούσε σημαντικά σε σχέση με τις γνωστότερες οινοπαραγωγές χώρες της Ευρώπης. Αφού λοιπόν αυτή η τεχνολογική ψαλίδα αν όχι έκλεισε, κλείνει με γοργούς ρυθμούς, ας εξετάσουμε το ζήτημα της τεχνογνωσίας.
Σίγουρα η εμπειρία στον χώρο του κρασιού δεν μπορεί να συγκριθεί με την ανάπτυξη αιώνων στη Γαλλία και την Ιταλία. Οι πόλεμοι και η κατοχή της Ελλάδας σίγουρα την άφησαν σημαντικά πίσω σε θέμα εμπειρίας. Ένα μεγάλο σκαλοπάτι στη σκάλα της οινικής ανάπτυξης χάθηκε. Οι Έλληνες παραγωγοί όμως δείχνουν τη θέληση να υπερπηδήσουν το εμπόδιο. Έλληνες οινολόγοι με σπουδές στο εξωτερικό και θητεία σε κάποια από τα γνωστότερα και καλύτερα οινοποιεία του κόσμου, επιστρέφουν γεμάτοι εμπειρίες και τεχνογνωσία που εφαρμόζουν εδώ, κυρίως τώρα που πλέον οι υποδομές το επιτρέπουν. Εφαρμόζονται πρωτοποριακές μέθοδοι, άγνωστες στον απλό οινοπαραγωγό, αναδεικνύοντας ποικιλίες και τόπους που μέχρι πρότινος χάνονταν στη μετριότητα.
Τι γίνεται όμως με την προώθηση και την πώληση των οίνων;
Η τεχνογνωσία των Ελλήνων Οινοπαραγωγών σε συνδυασμό με την άριστη πρώτη ύλη που δίνουν οι διαφορετικές αμπελουργικές ζώνες, προσφέρουν ποιοτικά χαρακτηριστικά στο τελικό προϊόν. Η δύσκολη και κοστοβόρα χειρονακτική εργασία κατά την διάρκεια της καλλιέργειας και του τρύγου καθώς και τα σημαντικά κόστη λόγω της αναλογικά μικρής παραγωγής, καθιστούν το Ελληνικό κρασί προιόν πολυτέλειας για τον Έλληνα καταναλωτή, με αποτέλεσμα να τον στρέφουν άδικα στην αγορά και την κατανάλωση οικονομικότερων αλλά και κατώτερων επιλογών.
Η εφαρμογή μηχανικού τρύγου, τα φτηνά εργατικά χέρια και η μαζική παραγωγή γνωστών, εμπορικών ποικιλιών καθιστά ένα κρασί πιο φθηνό και προσιτό στον καταναλωτή. Στην Ελλάδα αυτό δεν είναι εφικτό και δυστυχώς ή ευτυχώς, αυτή είναι μια πραγματικότητα στην οποία πρέπει να ζήσουμε. Από την άλλη πλευρά, στο εμπορικό κομμάτι προτιμούνται κρασιά χαμηλού κόστους που αφήνουν μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους. Μικρές παραγωγές δεν παρουσιάζουν ενδιαφέρον για μεγάλους εμπορικούς οίκους και παραμένουν στο σκοτάδι. Η ατομική προσπάθεια του Έλληνα οινοπαραγωγού δείχνει μικρή μπροστά στον τεράστιο μηχανισμό προώθησης των ξένων οίνων.
Μόνο η συλλογική προσπάθεια αποφέρει αποτελέσματα αμβλύνοντας τις μεγάλες διαφορές μεγεθών μεταξύ ελληνικού και ξένου κρασιού. Παράδειγμα προς μίμηση αποτελεί η συσπείρωση των παραγωγών της Νάουσας οι οποίοι με ενέργειες σε παγκόσμιο επίπεδο, φέρνουν το Ξινόμαυρο στο προσκήνιο. Αντίστοιχα ενθαρρυντικές προσπάθειες γίνονται από τους παραγωγούς της Κρήτης, της Σαντορίνης και πρόσφατα της Νεμέας.
Συμπερασματικά, το Ελληνικό μικροκλίμα και η αναβίωση των γηγενών ποικιλιών έχουν ήδη δώσει κρασιά που έχουν δείξει τη δυναμική τους. Τα αποτελέσματα είναι πολύ παραπάνω από ενθαρρυντικά και τα ελληνικά κρασιά δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα από αντίστοιχα ξένα. Αυτό που προβληματίζει ακόμη είναι το υψηλό κόστος παραγωγής και η βιωσιμότητα μικρών οινοποιείων χωρίς κρίσιμη μάζα. Οι συνεχώς αυξανόμενες εξαγωγές αποδεικνύουν την αποδοχή του ελληνικού κρασιού σε παγκόσμιο επίπεδο ενώ οι εξαιρετικές βαθμολογίες και διακρίσεις που λαμβάνουν κρασιά του ελληνικού αμπελώνα μας γεμίζουν αισιοδοξία για το πολύ κοντινό μέλλον.
Ελληνικό – Ξένο κρασί: Σημειώσατε Χ!